κλειδώνω

From LSJ
Revision as of 15:15, 15 January 2019 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - ">" to ">")

Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)

Source

Greek Monolingual

(AM κλειδῶ, -όω, Μ και κλειδώνω) κλεις
κλείνω κάτι κάπου, ασφαλίζω κάτι με κλειδί («κλείδωσα καλά τις πόρτες του σπιτιού»)
νεοελλ.
1. (αμτβ.) κλείνομαι με κλειδί («δεν κλειδώνει η πόρτα»)
2. μτφ. κρατώ κάτι μυστικό
3. ναυτ. συνδέω με κλειδί τα τμήματα της αλυσίδας της άγκυρας
4. μέσ. κλειδώνομαι
παραμένω απομονωμένος στο σπίτι μου χωρίς να επικοινωνώ με άλλους ανθρώπους («κλειδώνεται κάθε απόγευμα και δεν τον βλέπει κανένας»)
νεοελλ.-μσν.
1. κρατώ κάτι κλεισμένο και καλά ασφαλισμένο, φυλάγω, ασφαλίζω («κλείδωσα τα έγγραφα στο συρτάρι»)
2. περιορίζω κάποιον αυστηρά σε κλειστό χώρο («κλειδώνει τα παιδιά του μέσα στο σπίτι»)
μσν.
1. σφίγγω κάποιον ή κάτι
2. προστατεύω
3. μέσ. κλειδώνομαι και κλειδοῡμαι, -όομαι
γίνομαι απρόσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. κλειδόω / - < κλείς, κλειδ-ός. Το κλειδῶ μεταπλάστηκε στη συνέχεια σε -ώνω (πρβλ. θυμόω / - > θυμώνω)].