θορός
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
English (LSJ)
ὁ,
A semen genitale, Hdt.2.93, Hp.Morb.2.51, Arist.HA509b20, Plu.2.637f, Porph.Abst.4.9. II θορός· ἀφροδισιαστής, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1215] ὁ, der männliche Saamen bei Menschen u. Thieren; Her. 2, 93, Arist. H. A. 3, 16 u. Sp., bes. von Fischen. Vgl. θρώσκω u. θόρνυμαι.
Greek (Liddell-Scott)
θορός: ὁ, τὸ σπέρμα τοῦ ἄρρενος, Ἡρόδ. 2. 93, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 1, 7, κ. ἀλλ.· ὡσαύτως θορή. (Πρβλ. θρώσκω ΙΙ). - Παρ’ Ἡσυχ. θόρος.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
semence génitale.
Étymologie: R. Θορ, v. θρῴσκω.
Greek Monolingual
θορός, ό και θορή, ἡ (Α)
το σπέρμα του αρσενικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. θορ- του αορ. έ-θορ-ον του θρῴσκω].
Greek Monotonic
θορός: ὁ, το σπέρμα του άρρενος, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
θορός: ὁ θρῴσκω мужское семя Her., Arst., Plut.
Frisk Etymological English
Meaning: masculine seed
See also: s. θρώσκω.
Middle Liddell
Frisk Etymology German
θορός: {thorós}
Forms: θορή f.
Grammar: m.,
Meaning: männlicher Same,
Derivative: θόρνυμαι bespringen
See also: s. θρώσκω.
Page 1,678