διερμηνεία

From LSJ
Revision as of 20:10, 2 October 2019 by Spiros (talk | contribs) (c1)

ἀναμαρτήτως ζῆν καὶ τοῖς ἄλλοις ἀλύπωςlive in a manner above reproach and without offence to others

Source

Spanish (DGE)

-ας, ἡ interpretación γλωσσῶν 1Ep.Cor.12.10 (var.).

Greek Monolingual

η
1. ακριβής, λεπτομερειακή ερμηνεία
2. το αξίωμα του διερμηνέα
3. το έργο του διερμηνέα
4. το γραφείο του διερμηνέα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελλ. ξεν. όρου
πρβλ. αγγλ. interpretation. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κ. Πετρίτζη].

Chinese

原文音譯:˜rmhne⋯a 赫而姆尼阿

詞類次數:名詞(2)

原文字根:解釋

字義溯源:繙譯,繙,解釋,繙出來的話;源自(ἑρμηνεύω)=解釋),而 (ἑρμηνεύω)出自(Ἑρμῆς)*=希耳米,希臘諸神使者之名)

出現次數:總共(2);林前(2)

譯字彙編

1) 繙譯(1) 林前14:26;

2) 繙(1) 林前12:10