украшение
From LSJ
ἀλλὰ σὺ μὲν νῦν στῆθι καὶ ἄμπνυε → but you, stop now and catch your breath | but do thou now stand, and get thy breath
Russian > Greek
κόσμησις, χρύσωμα, ἄθυρμα, καλλωπισμός, καλόν, κατακόσμησις, πρόσθημα, ἀνάθημα, ἥδυσμα, σπατάλη, διασκευή, προκόσμημα, χλιδών, κόσμιον, ἀγλάϊσμα, ἄγαλμα, γάνωσις, ἐγκαλλώπισμα, κόμμωμα, καλλώπισμα, ὡραϊσμός, ἀγλαϊσμός, κόσμημα, χλίδωσις, κάλλυντρον, πρόσχημα