misfortune
From LSJ
P. and V. δυσπραξία, ἡ, πάθος, τό, πάθημα, τό, συμφορά, ἡ, κακόν, τό, P. ἀτύχημα, τό, δυστύχημα, τό, V. πάθη, ἡ, πῆμα, τό, πημονή, ἡ.
misfortunes: P. and V. κακά, τά, V. τὰ δύσφορα; see troubles.
unluckiness: P. ἀτυχία, ἡ, δυστυχία, ἡ, δυσδαιμονία, ἡ.