διαρπαγή
ἐκ Χάεος δ' Ἔρεβός τε μέλαινά τε Νὺξ ἐγένοντο... (Hesiod's Theogony 123) → From Chasm, Erebos and black Night came to be...
English (LSJ)
ἡ,
A plundering, Hdt.9.42, Plb.10.16.6, PMasp.4.13 (vi A. D.).
German (Pape)
[Seite 599] ἡ, das Plündern, Her. 9, 42; Pol. 10, 16, 6; Diod. Sic. 12, 41.
Greek (Liddell-Scott)
διαρπᾰγή: ἡ, λεηλασία, Ἡρόδ. 9. 42· κλοπὴ (δημοσίων), Πολύβ. 10. 16, 6.
French (Bailly abrégé)
ῆς (ἡ) :
pillage.
Étymologie: διαρπάζω.
Spanish (DGE)
-ῆς, ἡ
saqueo, pillaje μετά δὲ τήν διαρπαγὴν ἀπολέσθαι πάντας Hdt.9.42, ἅπασα δ' ἡ χώρα ταραχῆς καὶ διαρπαγῆς ἔγεμεν D.S.12.41, ἵνα μὴ δ. ὑπὸ τοῦ πλήθος γένηται D.C.59.30.3, cf. Plb.10.16.6, IAphrodisias 1.12.13 (I a.C.), App.BC 5.49, Vett.Val.102.27, Hld.1.3.5, IG 22.1121.24 (IV d.C.), PMasp.4.13 (VI d.C.), c. gen. obj. δόμων Lyc.70, αὐτοῦ LXX Ma.3.10, τῶ[ν το] ῦ [θ] εοῦ χρημάτων IM 46.10 (III/II a.C.), cf. Plu.2.248e, τῶν ἀγρῶν D.H.9.67, c. gen. subjet. τῶν θεωρῶν I.AI 19.93.
Greek Monolingual
η (AM διαρπαγή)
1. λεηλασία, λαφυραγώγηοη, σύληση
2. βίαιη κατάληψη πράγματος με σκοπό την ιδιοποίησή του.
Russian (Dvoretsky)
διαρπᾰγή: ἡ
1) грабеж, расхищение Her., Diod.;
2) хищение Polyb.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
διαρπαγή -ῆς, ἡ [διαρπάζω] plundering.