θηλύστολος

From LSJ
Revision as of 15:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θηλύστολος Medium diacritics: θηλύστολος Low diacritics: θηλύστολος Capitals: ΘΗΛΥΣΤΟΛΟΣ
Transliteration A: thēlýstolos Transliteration B: thēlystolos Transliteration C: thilystolos Beta Code: qhlu/stolos

English (LSJ)

ον,

   A clad in women's clothes: τὸ θ. effeminacy, Id.10.24.

German (Pape)

[Seite 1208] in Weibertracht, Eust. 10, 24.

Greek (Liddell-Scott)

θηλύστολος: -ον, ἐνδεδυμένος στολὴν γυναικείαν, τὸ θ., θηλυπρέπεια, Εὐστ. 10. 24.

Greek Monolingual

θηλύστολος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά γυναικεία ρούχα
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θηλύστολον
η θηλυπρέπεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηλυ- + -στολος (< στολή), πρβλ. έν-στολος, κυανό-στολος].