μονόφυλος

From LSJ
Revision as of 17:30, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

τὸ ἀνάλημμα καὶ τὴν ἐπ' αὐτοῦ κερκίδα → the retaining wall and the wedge of theatre seats supported by it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόφῡλος Medium diacritics: μονόφυλος Low diacritics: μονόφυλος Capitals: ΜΟΝΟΦΥΛΟΣ
Transliteration A: monóphylos Transliteration B: monophylos Transliteration C: monofylos Beta Code: mono/fulos

English (LSJ)

ον,

   A of one tribe, race, or kind, Opp.C.1.399.

German (Pape)

[Seite 206] aus einem Volksstamme, aus einer Gattung, unvermischt, Opp. Cyn. 1, 399, πολὺ φέρτατα πάντων φῦλα μένειν μονόφυλα.

Greek (Liddell-Scott)

μονόφῡλος: -ον, ὁ ἀποτελούμενος ἐκ μιᾶς φυλῆς ἢ γένους, ἄμικτος, Ὀππ. Κυν. 1. 399.

Greek Monolingual

μονόφυλος, -ον (Α)
αυτός που κατάγεται από ένα γένος, από μία φυλή, άμεικτος, φυλετικά καθαρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -φυλος (< φυλή), πρβλ. ετερό-φυλος].