παιδεραστικός

From LSJ
Revision as of 17:50, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

ῥᾴδιον φθείρειν φαρμακεύσεσιν ἢ ἀποτροπαῖς ἢ καὶ κλοπαῖς → easy to spoil by means of sorcery or diverting or theft

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παιδεραστικός Medium diacritics: παιδεραστικός Low diacritics: παιδεραστικός Capitals: ΠΑΙΔΕΡΑΣΤΙΚΟΣ
Transliteration A: paiderastikós Transliteration B: paiderastikos Transliteration C: paiderastikos Beta Code: paiderastiko/s

English (LSJ)

ή, όν,

   A of or for παιδεραστία, Luc.Dom.4.

German (Pape)

[Seite 439] ή, όν, die Knabenliebe betreffend, τὰ παιδεραστικὰ συνεισόμεναι, Luc. de dom. 4.

Greek (Liddell-Scott)

παιδεραστικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς παιδεραστίαν, Λουκ. Οἶκος 4.

Greek Monolingual

-ή, -ὁ (Α παιδεραστικός, -ή, -όν) παιδεραστής
ο σχετικός με την παιδεραστία.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παιδεραστικός -ή -όν [παιδεραστία] pederastisch; subst. τὰ παιδεραστικά pederastie.

Russian (Dvoretsky)

παιδεραστικός: Luc. adj. к παιδεραστής.