σημειώδης

From LSJ
Revision as of 19:25, 28 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Καλῶς πένεσθαι μᾶλλον (κρεῖττον) ἢ πλουτεῖν κακῶς → Inopia honesta potior opipus improbis → In Ehren arm ist besser als unehrlich reich

Menander, Monostichoi, 300
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σημειώδης Medium diacritics: σημειώδης Low diacritics: σημειώδης Capitals: ΣΗΜΕΙΩΔΗΣ
Transliteration A: sēmeiṓdēs Transliteration B: sēmeiōdēs Transliteration C: simeiodis Beta Code: shmeiw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A remarkable, conspicuous, Str.8.1.3 (Sup.); of language, peculiar, singular, ὀνόματα D.H.Isoc.2.    II significant of something to come, ἅλῳ Arist.Mete.373a30, cf. Thphr.Vent.35; τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Arist. Div.Somn.462b15, cf. Phld.Sign.19, Plu.2.286b. Adv. -δῶς remarkably, Str.16.2.28.

German (Pape)

[Seite 875] ες, bezeichnend, bezeichnet, ausgezeichnet, Sp., wie M. Ant. 1, 17. – Auch bedeutend, vorbedeutend; Arist. divin. 1, 2; ὄψις, Plut. qu. Rom. 93. – Vgl. σημειωτός.

Greek (Liddell-Scott)

σημειώδης: -ες, (εἶδος) σεσημειωμένος, ἀξιόλογος, ἐπιφανής, ἐπίσημος, Στράβ. 334· ἐπὶ ὕφους πομπώδους, ἰδιότροπος, Διον. Ἁλ. π. Ἰσοκρ. 2. ΙΙ. ὁ σημαίνων μέλλον, σημαντικός, προοιωνιστικός, χαρακτηριστικός, αἱ ἅλῳ σημειώδεις Ἀριστ. Μετεωρ. 3. 3, 10, πρβλ. Θεοφρ. περὶ Ἀνέμ. 35· τὰ ἐνύπνια ἔχει τι σ. Ἀριστ. π. Μαντικῆς 1, 2, πρβλ. Πλούτ. 2. 286Α. - Ἐπίρρ. -δῶς, Στράβ. 759.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
1 qui est un signe, qui signifie, qui présage;
2 digne d’attention, notable;
Sp. σημειωδέστατος.
Étymologie: σημεῖον, -ωδης.

Greek Monolingual

-ῶδες, Α σημεῑον
1. αξιόλογος, σημαντικός
2. αυτός που δίνει σημεία για το μέλλον
3. (για ύφος) ιδιότροπος, ιδιόρρυθμος.
επίρρ...
σημειωδῶς Α
αξιοσημείωτα.

Greek Monotonic

σημειώδης: -ες (εἶδος), αυτός που έχει σημειωθεί, αξιοσημείωτος, σημαντικός, σε Στράβ.

Russian (Dvoretsky)

σημειώδης:
1) являющийся предвестником, предвещающий (αἱ ἅλῳ περὶ τοὺς ἀστέρας Arst.);
2) пророческий, вещий (ἡ ὄψις τῶν γυπῶν Plut.).

Middle Liddell

σημει-ώδης, ες εἶδος
marked, remarkable, Strab.