ἀπαραπόδιστος

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

πάντα πόνος τεύχει θνητοῖς μελέτη τε βροτείη → all things are made for mortals by human toil and care

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαραπόδιστος Medium diacritics: ἀπαραπόδιστος Low diacritics: απαραπόδιστος Capitals: ΑΠΑΡΑΠΟΔΙΣΤΟΣ
Transliteration A: aparapódistos Transliteration B: aparapodistos Transliteration C: aparapodistos Beta Code: a)parapo/distos

English (LSJ)

ον,

   A free from embarrassment or interference, Arr.Epict.1.1.10, al., BGU 1124.44 (i B. C.); ὁρμή Hld.3.13; clear, διάνοια Hices. ap. Ath.15.689c. Adv. -τως Arr.Epict.2.13.21, S.E.M.1.178, PLond.3.1168.12 (i A. D.), Gal.4.725.

German (Pape)

[Seite 279] ungehindert, τὴν διάνοιαν ἀπ. φυλάσσει Hiees. Ath. XV, 680 c; Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαραπόδιστος: -ον, ἀνεμπόδιστος, καθαρός, διαυγής, διάνοια Ἱκέσ. παρ’ Ἀθην. 689C· ὁρμὴ Ἡλιόδ. 3. 13. ― Ἐπίρρ. -τως Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 13, 21, Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 1. 178.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que no tiene impedimento, sin impedimento, sin tropiezo εὐστάθεια LXX 3Ma.6.28, cf. BGU 1124.24 (I a.C.)
desembarazado, libre de estorbos σωμάτιον Arr.Epict.1.1.10, ὁρμή Hld.3.13.2, cf. S.E.M.1.147
compar. como adv. ἀπαραποδιστότερον ἂν γένοιτο resultaría más fácil Ptol.Iudic.7.14.
2 despejado, despierto διάνοια Hices. en Ath.689c.
II adv. -ως desembarazadamente, sin interferencias, sin trabas, PLond.3.1168.12 (I d.C.), IFayoum 114.29 (I a.C.), PMich.583.20, Arr.Epict.2.13.2, S.E.M.1.178, Gal.4.725.

Greek Monolingual

ἀπαραπόδιστος, -ον (Α) παραποδίζω
1. απαλλαγμένος από εμπόδιο ή δυσκολία, ανεμπόδιστος
2. διαυγής, καθαρός.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαραπόδιστος: беспрепятственный, не стесненный Sext.