ἐθήμων
Κινδυνεύουσι γὰρ ὅσοι τυγχάνουσιν ὀρθῶς ἁπτόμενοι φιλοσοφίας λεληθέναι τοὺς ἄλλους ὅτι οὐδὲν ἄλλο αὐτοὶ ἐπιτηδεύουσιν ἢ ἀποθνῄσκειν τε καὶ τεθνάναι → Actually, the rest of us probably haven't realized that those who manage to pursue philosophy as it should be pursued are practicing nothing else but dying and being dead (Socrates via Plato, Phaedo 64a.5)
English (LSJ)
ον, gen. ονος,
A accustomed, c. dat., ἐλπίδι Musae.312: c. gen., κυδοιμοῦ Nonn.D.36.464. 2 customary, ib.1.433, al.
German (Pape)
[Seite 720] ον, gewohnt, Mus. 312 u. a. sp. D.
Greek (Liddell-Scott)
ἐθήμων: -ον, γεν. ονος· «ἔμπειρος, συνήθης» Ἡσύχ., συνειθισμένος, ἐθήμονος ἐλπίδι νύμφης Μουσαῖος 312.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
accoutumé.
Étymologie: ἔθος.
Spanish (DGE)
-ον
1 c. gen. o dat. acostumbrado a, habituado a κυδοιμοῦ εἰναλίου Nonn.D.36.464, πόνοις βριαροῖσιν Nonn.D.37.134.
2 habitual, acostumbrado ἠχώ Nonn.D.1.433, νύμφη Musae.312, Ἄρης GDRK 34.8.
Greek Monolingual
ἐθήμων, -ον (Α) έθος
1. ο συνηθισμένος σε κάτι
2. συνήθης.