ἐμφαντικός

From LSJ
Revision as of 14:50, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ἡ βουλὴ καὶ ὁ δῆμος ἐτίμησεν... → The Council and the People honored... (inscription in the Roman city of Aizonai)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφαντικός Medium diacritics: ἐμφαντικός Low diacritics: εμφαντικός Capitals: ΕΜΦΑΝΤΙΚΟΣ
Transliteration A: emphantikós Transliteration B: emphantikos Transliteration C: emfantikos Beta Code: e)mfantiko/s

English (LSJ)

ἡ, όν,

   A expressive, indicative, τινός of a thing, Ph.1.149, Plu.2.747e, 1010c, Demetr. Eloc.283, A.D.Pron.8.9, etc.; τῆς δικαιοσύνης -ωτάτη ἡ πεντάς Theol.Ar.27: abs., expressive, vivid, παράκλησις Plb.18.23.2, cf. Plu.2.1009e (Comp.), Ph.1.302 (Sup.). Adv. -κῶς vividly, forcibly, of a painter, Plu.Arat.32; ἐ. γράφεσθαι Plb.12.25g.2; τρανοῦν Ph.2.140: Comp. -ώτερον Plb.12.27.10: Sup. -ώτατα Ph.1.50: also -κῶς τοῦ κινδύνου setting forth the danger clearly, Plb.11.12.1.--ἐμφατικός (q. v.) is a common v.l.

German (Pape)

[Seite 819] ή, όν, = ἐμφατικός, w. m. s.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφαντικός: -ή, -όν, ὁ ἐμφαίνων, ἐκφραστικός, μετὰ γεν., πάθους τινὸς ἐμφαντικὸν Πλούτ. 747Ε, 1010C: ἀπόλ., ἐκφραστικός, ζωηρός, ἡ δὲ παράκλησις ἦν αὐτοῦ βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Πολύβ. 18. 6, 2, Πλούτ. 1009Ε. Ἐπίρρ. -κῶς, ζωηρῶς, ἰσχυρῶς, μετὰ δυνάμεως, ἐπὶ ζωγράφων, Πλούτ. Ἄρατ. 32· ἐμφ. παρακαλεῖν Πολύβ. 11. 12, 1· συγκριτ. -ώτερον ὁ αὐτός· ὑπερθ. -ώτατα Φίλων 1. 50· ἐμφατικὸς εἶναι συνήθης δι. γρ., ἴδε Wyttenb. Πλούτ. 2. 104Β.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
propre à signifier, significatif de, gén..
Étymologie: ἐμφαίνω.

Spanish (DGE)

-ή, -όν

• Grafía: frec. alternando en los cód. c. ἐμφατικός q.u.
I 1sin rég. expresivo, enfático de discursos, obras literarias y artísticas ἡ σφοδρότης ἐ. λόγος ἐστίν Aristid.Rh.1.119, ἀποσιώπησις ἐμφαντικώτερον ποιεῖ τὸν λόγον Plu.2.1009e, cf. Ariston.Il.9.44, ὀνόματα Aristid.Rh.2.133, Alex.Aphr.in Top.158.2, τὸ σημαινόμενον Clem.Al.Paed.1.5.16
neutr. compar. y sup. como adv. ἐμφαντικώτερον εἴρηκε Plb.12.27.10, ἐμφαντικώτατα παριστάς Ph.1.148, Basil.M.29.248C, c. dat. de limitación ἐμφαντικώτερον τῇ ὀνομασίᾳ Aristid.Rh.1.117.
2 gener. c. gen. que representa, que expresa πάθους ref. los movimientos de la danza, Plu.2.747e, cf. 1010b, ἐναντιότητος Aristid.Quint.102.4, cf. Iambl.VP 67, Anatolius en Theol.Ar.27, ἰσότητός τε καὶ ἀνισότητος Nicom.Ar.2.18, σύμβολον ἦν ἑκάστῳ τῆς τάξεως ἐμφαντικόν Porph.Abst.4.6, τῆς τοῦ τεκόντος οὐσίας ἐ. de Jesucristo, Cyr.Al.Dial.Trin.5.563e
indicativo de ciertos síntomas ἐμφαντικόν ἐστι τοῦ τὴν διάθεσιν εἶναι μείζονα Gal.12.994
gram. expresivo, que expresa, que porta una categoría c. gen. ὅσαι (ἀντωνυμίαι) γένους ἐμφαντικαί A.D.Pron.8.9.
II adv. -ῶς con fuerza, con intensidad, enfáticamente τρανοῦν Ph.2.140, de discursos y obras artísticas παρεκάλει βραχέως μέν, ἐ. δὲ τοῦ παρόντος κινδύνου Plb.11.12.1, cf. 18.23.2, οὔτ' ἐμπείρως ὑπὸ τῶν βιβλιακῶν οὔτ' ἐ. οὐδενὸς γραφομένου Plb.12.25g.2, εἰρῆσθαι Origenes Cels.6.57, γράφειν Clem.Al.Strom.2.20.119, cf. Sch.Th.3.10
c. dat. ἐποίησεν ἐ. τῇ διαθέσει τὴν μάχην de una pintura, Plu.Arat.32.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἐμφαντικός, -ή, -όν)
1. αυτός που έχει την ιδιότητα να καθιστά κάτι τελείως εμφανές, παραστατικός, εκφραστικός, εναργής
2. ζωηρός, έντονος, υπογραμμισμένος
αρχ.
1. δηλωτικός, ενδεικτικός
2. εκφραστικός.
επίρρ...
εμφαντικώς, -ά
με τρόπο εμφαντικό ή δηλωτικό, με έμφαση, ζωηρά, με δύναμη.

Russian (Dvoretsky)

ἐμφαντικός:
1) выражающий, обозначающий (πάθους τινός Plut.);
2) выразительный (παράκλησις βραχεῖα μέν, ἐμφαντικὴ δὲ καὶ γνώριμος τοῖς ἀκούουσιν Polyb.).