ἐπιρραπίζω

From LSJ
Revision as of 15:35, 29 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς ἡδὺ δούλῳ δεσπότου χρηστοῦ τυχεῖν → Quam dulce servo lenem herum nanciscier → Wie froh macht einen Sklaven doch ein guter Herr

Menander, Monostichoi, 556
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιρρᾰπίζω Medium diacritics: ἐπιρραπίζω Low diacritics: επιρραπίζω Capitals: ΕΠΙΡΡΑΠΙΖΩ
Transliteration A: epirrapízō Transliteration B: epirrapizō Transliteration C: epirrapizo Beta Code: e)pirrapi/zw

English (LSJ)

   A smite, τινὰ κατὰ κόρρης Aristaenet.1.4; ἐ. τὸ πῦρ beat it out, D.H.1.59.    2. metaph., rebuke, Diog.Bab.Stoic.3.221 (Pass.), Sosicr. ap. Ath.10.422c, Herm.in Phdr.p.85A.    3. Pass., to be checked, of motion, Olymp.in Mete.24.20.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιρρᾰπίζω: ῥαπίζω, κτυπῶ, τινὰ κατὰ κόρρης Ἀρισταίν. 1. 4· ἐπ. τὸ πῦρ (ἴσως ἐπιρραντίζειν) Διον. Ἁλ. 1. 59. 2) μεταφ., ἐπιπλήττω, Ἀθήν. 168F, 422C.

Greek Monolingual

ἐπιρραπίζω (AM) ραπίζω
ραπίζω, χτυπώ με ραβδί
μσν.
στηλιτεύω, χτυπώ
αρχ.
1. «ἐπιρραπίζω τὸ πῡρ» — σβήνω τη φωτιά με ραβδισμούς
2. μτφ. επιπλήττω, ονειδίζω («ἐπερράπισε Δημήτριον τὸν Φαληρέα σὺν τῇ πήρᾳ τῶν ἄρτων», Αθήν.)
3. χτυπώ με ειρωνεία, ειρωνεύομαι
4. παθ. (για κίνηση) αναστέλλομαι.