σιταρχία
διὸ δὴ πᾶς ἀνὴρ σπουδαῖος τῶν ὄντων σπουδαίων πέρι πολλοῦ δεῖ μὴ γράψας ποτὲ ἐν ἀνθρώποις εἰς φθόνον καὶ ἀπορίαν καταβαλεῖ → And this is the reason why every serious man in dealing with really serious subjects carefully avoids writing, lest thereby he may possibly cast them as a prey to the envy and stupidity of the public | Therefore every man of worth, when dealing with matters of worth, will be far from exposing them to ill feeling and misunderstanding among men by committing them to writing
English (LSJ)
ἡ,
A commissariat, victualling department, IG5(2).266.36 (Mantinea, i B.C.), Ph.2.64, etc. II a soldier's pay in money, Arist.Oec.1350a36 (v.l. -αρκία), 1351b16, 1353b2, IG92(1).3 A38 (Thermum, iii B.C.); opp. σιτομετρία (pay in kind), PHal.1.159 (iii B.C.), cf. PAmh.2.29.22 (iii B.C.), PTeb.729.2 (ii B.C.), UPZ16.7 (ii B.C.). 2 pay in kind, provisions, Ph.Bel.101.51 (pl.); τὰ σύμβολα τῶν σ., ἐξαρτίσας αὐτὸν ταῖς σ., BGU1755.5,10, cf. 1749.15 (both i B.C.), etc. 3 generally, provision, maintenance, ib.948.14 (iv/v A.D.); ἡ ἀναγκαία τροφὴ ἤτοι σ. PLond.5.1708.118 (vi A.D.).
German (Pape)
[Seite 884] ἡ, das Proviantamt, das eine Stadt, ein Heer mit Proviant versieht; πρὸς τὰς σιταρχίας εἰς τὴν πόλιν παρεισιόντων, Pol. 5, 75, 1; ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ τὰ κατὰ τὰς σι ταρχίας αὐτοῖς, 1, 66, 6, wo es auch = σιταρκία, Proviant, erklärt wird.
Greek (Liddell-Scott)
σῑταρχία: ἡ, τὸ ἀξίωμα τοῦ ἀναλαμβάνοντος τὴν παροχὴν τροφῶν εἰς πόλιν ἢ στράτευμα, τοῦ τροφοδότου, ἡ περὶ τῶν τροφῶν ἐπιμελητεία, Φίλων 2. 64, Φώτ., Ἡσύχ., κλπ. ΙΙ. αἱ παρεχόμεναι τροφαί, τὰ ἐπιτήδεια, ἴδε σιταρκία.
Greek Monolingual
και σιταρκία, ἡ, ΜΑ σιταρχῶ
η τροφοδοσία, η παροχή τροφής
αρχ.
1. το αξίωμα του σιτάρχου («διὰ τῶν ἐπιτραπέντων τὰς σιταρχίας», Φιλ.)
2. ο μισθός τών στρατιωτών σε χρήμα («ἕως ἂν ἑτοιμασθῇ μὲν κατὰ τὰς σιταρχίας αὐτοῑς», Πολ.)
3. η πληρωμή σε είδος, τα παρεχόμενα τρόφιμα («δεηθεὶς τῆς ἀναγκαίας τροφῆς ἤτοι σιταρχίας», πάπ.).