ἐμπιέζω
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
English (LSJ)
A press, squeeze, in Pass., Hp.Gland.13, Plu.2.1005a.
German (Pape)
[Seite 812] ion. auch ἐμπιάζω, hineindrängen, eindrücken; Hippocr.; ὅταν ἐμπιεσθῇ Plut. qu. Plat. 4.
Greek (Liddell-Scott)
ἐμπιέζω: πιέζω πρὸς τὰ ἐντός, ἐν τῷ παθ., Ἱππ. 272 ἐν τέλει, Πλούτ. 2. 1005Α.
French (Bailly abrégé)
presser dans ou sur.
Étymologie: ἐν, πιέζω.
Greek Monolingual
(AM ἐμπιέζω)
πιέζω προς τα μέσα, ζουλώ, συνθλίβω.
Russian (Dvoretsky)
ἐμπιέζω: вдавливать, втискивать, вталкивать (ὅταν ἐμπιεσθῇ τὸ σιτίον ὑπὸ τῆς γλώττης Plut.).