φιλόθεος

From LSJ
Revision as of 11:55, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύgood is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόθεος Medium diacritics: φιλόθεος Low diacritics: φιλόθεος Capitals: ΦΙΛΟΘΕΟΣ
Transliteration A: philótheos Transliteration B: philotheos Transliteration C: filotheos Beta Code: filo/qeos

English (LSJ)

ον,

   A loving God, pious, Arist. Rh.1391b2, Ph.2.8, al., 2 Ep.Ti.3.4, Demoph Sent.44, Luc.Cal.14: Adv. φῐλό-ως Poll.1.22.

German (Pape)

[Seite 1280] Gott liebend, gottesfürchtig, fromm; Arist. rhet. 2, 17; K. S. – Auch pass., von Gott geliebt, K. S.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόθεος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸν Θεόν, εὐσεβής, Ἀριστ. Ρητ. 2. 17, 6, Λουκ. περὶ Διαβολ. 14, Καιν. Διαθ., κλπ.· ― Ἐπίρρ., -ως, Πολυδ. Α΄, 22, Ἐκκλ. ΙΙ. ὁ τῷ Θεῷ προσφιλής, εὐπρόδεκτος εἰς αὐτόν, Ἐκκλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime Dieu, pieux.
Étymologie: φίλος, θεός.

English (Strong)

from φίλος and θεός; fond of God, i.e. pious: lover of God.

English (Thayer)

φιλοθεον (φίλος and Θεός), loving (A. V. lovers of) God: Aristotle, rhet. 2,17, 6), Philo, Lucian, others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / φιλόθεος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που αγαπά και σέβεται τον θεό ή τους θεούς, θεοσεβής
αρχ.
ο προσφιλής στον θεό.
επίρρ...
φιλοθέως Α
με αγάπη για τον θεό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + θεός (πρβλ. ἀδελφό-θεος)].

Greek Monotonic

φῐλόθεος: -ον, αυτός που αγαπά το θεό, ευσεβής, σε Αριστ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

φιλόθεος: боголюбивый, благочестивый Arst., Luc., NT.

Middle Liddell

φῐλό-θεος, ον,
loving God, pious, Arist., etc.

Chinese

原文音譯:filÒqeoj 非羅-帖哦士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:喜愛-神(安置者)
字義溯源:愛神,虔誠的;由(φίλος)*=親愛)與(θεός)*=神)組成
出現次數:總共(1);提後(1)
譯字彙編
1) 愛神(1) 提後3:4