κοπώδης
θοῦ, Κύριε, φυλακὴν τῷ στόµατί µου καὶ θύραν περιοχῆς περὶ τὰ χείλη µου → set a guard over my mouth, Lord; keep watch over the door of my lips | set a guard, O Lord, over my mouth; keep watch over the door of my lips (Psalm 140:3, Septuagint version)
English (LSJ)
ες,
A wearying, wearing, πυρετοί v.l. in Hp.Prorrh.1.142; βάρη Arist.Pr.881a19 (Comp.); βαρὺ καὶ κ. (sc. τὸ ὕδωρ) causing pain, Alex.198; κ. διάθεσις Gal.6.320: Comp.-ωδέστεραι συμφοραί Procop. Arc.13: c.gen., κ. ὑποχονδρίων causing pain in... Hp.Acut.16. 2 metaph., wearisome, boring, D.H.Dem.58, Plu.2.47f; φράσις ib. 1011a. II Pass., wearied, worn out, Hp.Prorrh.1.38, Gal.7.547. Adv. Comp. -ωδέστερον, ἔχειν Plu.2.130c.
German (Pape)
[Seite 1484] ermüdend, mühselig; Arist. probl. 5, 7; Sp.; Alexis bei Ath. III, 122 f; von Personen, καὶ ἀηδεῖς Plut. de aud. 10 M.; vom Styl, qu. Plat. 4.
Greek (Liddell-Scott)
κοπώδης: -ες, (εἶδος) κοπιαστικός, φορτικός, ὀχληρός, κατατρύχων, πυρετοὶ Ἱππ. Προρρ. 80· βάρη Ἀριστ. Προβλ. 5. 7, 2, κτλ.· βαρὺ καὶ κ. (δηλ. τὸ ὕδωρ) προξενοῦν πόνους, Ἄλεξ. ἐν «Πυθαγ.» 1· μετὰ γεν., κ. ὑποχονδρίων, προξενῶν πόνον εἰς…, Ἱππ. π. Διαίτ. Ὀξ. 386. 2) μεταφ., κοπιαστικός, ἐνοχλητικός, βαρύς, Λατ. molestus, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Πλούτ. 2. 47F· καὶ ἐπὶ γλωσσῶν, αὐτόθ. 1011Α. ΙΙ. Παθ., κεκοπιακώς, κατατρυχόμενος, Ἱππ. 70D, Γαλην.
French (Bailly abrégé)
ης, ες :
fatigant.
Étymologie: κόπος, -ωδης.
Greek Monolingual
κοπώδης, -ες (Α) κόπος
1. αυτός που προξενεί κόπο, κοπιαστικός, επίπονος
2. (με γεν.) αυτός που προξενεί πόνο σε κάτι («κοπώδης υποχοδρίων», Ιπποκρ.)
3. μτφ. ενοχλητικός, φορτικός, βαρύς («πυρετοὶ κοπώδεις» Ιπποκρ.)
4. (με παθ. σημ.) καταπονημένος, κουρασμένος.
επίρρ...
κοπωδέστερον (Α)
φρ. (με το ρ. έχω) «κοπωδέστερον έχω» — είμαι περισσότερο καταπονημένος.
Russian (Dvoretsky)
κοπώδης:
1) утомительный, обременительный (βάρη Arst.);
2) перен. тяжелый, тяжеловесный (φράσις Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κοπώδης -ες [κοπός] act. vermoeiend. pass. uitgeput.