χαιρέφυλλον
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
English (LSJ)
τό,
A chervil, Anthriscus Cerefolium, only in Lat. form chaerephylon (metri grat.) Colum.10.110; caerefolium Plin. HN19.170.
German (Pape)
[Seite 1325] τό, Kerbel, bei Plin. H. N. 19, 8 caerefolium, Colum. 10, 110 chaerophylon. Vgl. das franz. cerfeuil.
Greek (Liddell-Scott)
χαιρέφυλλον: τό, φυτόν τι, Ἀγγλιστὶ chervil. ὅπερ ὡς καὶ τὸ Γερμ. Kerbel, καὶ τὸ Γαλλ. cerfeuil, ἐσχηματίσθησαν ἐκ τοῦ Ἑλληνικοῦ ὀνόματος. ― Ὁ Columella 10. 110, ἔχει chaerephyˇlon, χάριν τοῦ μέτρου· καὶ ο Πλίνιος (19. 54) ἐκλατινίζει τὸ ὄνομα εἰς caerefolium.