διϊχνεύω
From LSJ
μοχθεῖν τε βροτοῖσ(ιν) άνάγκη → and you mortals must endure trouble (Euripides' Hippolytus 208)
English (LSJ)
A track out, Plb.4.68.3, Opp.H.3.37.
Spanish (DGE)
recorrer siguiendo un rastro c. ac. δολιχὸν πόρον Opp.H.3.37, c. giro prep. περὶ τὰς προνομείας Plb.4.68.3.
Greek Monolingual
διιχνεύω (Α) ιχνεύω
ανιχνεύω σε όλη την έκταση, αναζητώ με επιμονή όπως ο σκύλος τα ίχνη.
Russian (Dvoretsky)
διϊχνεύω: выслеживать, разведывать (περί τινος Polyb.).