μονότεκνος
From LSJ
ὡς οὐ δικαίως θάνατον ἔχθουσιν βροτοί, ὅσπερ μέγιστον ῥῦμα τῶν πολλῶν κακῶν → since unjustly men hate death, which is the greatest defence against their many ills
English (LSJ)
ον,
A with but one child, E.HF1021 (lyr.), Paul.Al. O.2.
German (Pape)
[Seite 205] mit einem Kinde, Πρόκνη, Eur. Herc. Fur. 1021.
Greek (Liddell-Scott)
μονότεκνος: -ον, ὁ ἔχων ἓν μόνον τέκνον, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1021, Ἐκκλ.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n’a qu’un enfant.
Étymologie: μόνος, τέκνον.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονότεκνος, -ον)
αυτός που έχει ένα μόνο τέκνο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύ-τεκνος].
Greek Monotonic
μονότεκνος: -ον (τέκνον), αυτός που έχει ένα μόνο παιδί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονότεκνος: имеющий одного лишь ребенка (Πρόκνη Eur.).