συγκαταφεύγω
ὦ διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity
English (LSJ)
A flee to for safety together, εἰς τὸ ἱερόν Ath.13.593b; πρὸς τὰς ἁμάξας D.C.38.33.
German (Pape)
[Seite 966] (s. φεύγω), mit hineinflichen, um sich zu retten, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
συγκαταφεύγω: καταφεύγω χάριν ἀσφαλείας πρός τι, εἰς τὸ ἱερὸν Ἀθήν. 593Β· πρὸς τὰς ἁμάξας Δίων Κ. 38. 33.
Greek Monolingual
Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).
Greek Monolingual
Α
πηγαίνω για ασφάλεια στο ίδιο καταφύγιο με άλλον («εἰς τὸ τῆς Ἀρτέμιδος ἱερὸν συγκατέφυγε», Αθήν.).