ὀψωνιασμός

From LSJ
Revision as of 19:50, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀψωνιασμός Medium diacritics: ὀψωνιασμός Low diacritics: οψωνιασμός Capitals: ΟΨΩΝΙΑΣΜΟΣ
Transliteration A: opsōniasmós Transliteration B: opsōniasmos Transliteration C: opsoniasmos Beta Code: o)ywniasmo/s

English (LSJ)

ὁ,

   A furnishing with provisions, Men.1050.    2 supplies and pay of an army, Plb.1.66.7, 1.69.7, D.H.8.68.

German (Pape)

[Seite 434] ὁ, Beköstigung, Verproviantirung, Sold, Pol. 1, 66, 7. 69, 7; vgl. Lob. Phryn. 420.

Greek (Liddell-Scott)

ὀψωνιασμός: ὁ, τὸ ὀψωνεῖν, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 394, ἔνθα γράφεται καὶ ὀψωνισμός. 2) αἱ ζωοτροφίαι καὶ ὁ μισθὸς στρατεύματος, Πολύβ. 1. 66, 7., 69. 7· ἀποδοκιμαζόμενον ὑπὸ Φρυνίχου, σ. 418, ἴδε σημ. Λοβεκ. ἐν σ. 420, f.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
1 approvisionnement de vivres;
2 p. ext. solde militaire.
Étymologie: ὀψωνιάζω.

Greek Monolingual

ὀψωνιασμός, ὁ (Α) οψωνιάζω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του οψωνιάζω, προμήθεια τροφίμων
2. οι ζωοτροφές και ο μισθός του στρατεύματος.

Greek Monotonic

ὀψωνιασμός: ὁ, εξοπλισμός με προμήθειες τροφίμων, εφόδια και μισθοδοσία στρατεύματος, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

ὀψωνιασμός:
1) снабжение продовольствием Men.;
2) выдача продовольственных пайков (в армии) Polyb.

Middle Liddell

ὀψωνιασμός, οῦ, ὁ, [from ὀψωνιάζω
a furnishing with provisions, the supplies and pay of an army, Polyb.