κατειλύω

From LSJ
Revision as of 21:30, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Ὡς ἡδὺ τὸ ζῆν μὴ φθονούσης τῆς τύχης → Quam vita dulce est, fata dum non invident → Wie süß zu leben, wenn das Glück nicht neidisch ist

Menander, Monostichoi, 563
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατειλύω Medium diacritics: κατειλύω Low diacritics: κατειλύω Capitals: ΚΑΤΕΙΛΥΩ
Transliteration A: kateilýō Transliteration B: kateilyō Transliteration C: kateilyo Beta Code: kateilu/w

English (LSJ)

   A cover up, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν Il.21.318; ἐν βοείαις A.R.3.206; ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Hdt.2.8.

German (Pape)

[Seite 1394] umwickeln, einhüllen; in tmesi, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Il. 21, 318; ἐν ἀδεψήτοισι βοείαις Ap. Rh. 3, 206; ὄρος πέτριον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. 2, 8.

Greek (Liddell-Scott)

κατειλύω: καλύπτω, κρύπτω, περιτυλίσσω, κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισι Ἰλ. Φ. 318· ἐν βοείαις ἀδεψήτοισι κατειλύσαντες (τοὺς νεκροὺς) Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 206· ὄρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον. Ἡρόδ. 2. 8.

French (Bailly abrégé)

envelopper, recouvrir, ἔν τινι dans qch.
Étymologie: κατά, εἰλύω.

Greek Monolingual

κατειλύω (Α)
περιτυλίγω, περικαλύπτω, καλύπτω («κὰδ δέ μιν αὐτὸν εἰλύσω ψαμάθοισιν», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰλύω «περιτυλίγω»].

Greek Monotonic

κατειλύω: μέλ. -ύσω [ῡ], καλύπτω, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (μτχ. παρακ.), σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

κατειλύω: обволакивать, окружать (τινὰ ψαμάθοισιν Hom. - in tmesi): οὖρος πέτρινον ψάμμῳ κατειλυμένον Her. каменная гора, сплошь покрытая песком.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατ-ειλύω bedekken:. ὄρος πέτρινον... ψάμμῳ κατειλυμένον een rotsige berg bedekt met zand Hdt. 2.8.2.

Middle Liddell

fut. ύσω
to cover up, Il.: Pass., ὄρος ψάμμῳ κατειλῡμένον (perf. part.) Hdt.