μελισσοκόμος

From LSJ
Revision as of 22:10, 30 June 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοκόμος Medium diacritics: μελισσοκόμος Low diacritics: μελισσοκόμος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΚΟΜΟΣ
Transliteration A: melissokómos Transliteration B: melissokomos Transliteration C: melissokomos Beta Code: melissoko/mos

English (LSJ)

ον,

   A keeping bees, A.R.2.131, Opp.C.4.275.

German (Pape)

[Seite 124] Bienen pflegend, wartend, ὁ, Bienenzüchter, Ap. Rh. 2, 131; νύμφαι, Opp. Cyn. 4, 273.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοκόμος: -ον, μελισσουργός, μελισσεύς, Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 131, Ὀππ. Κυν. 4. 275.

Greek Monolingual

ο (Α μελισσοκόμος και αττ. τ. μελιττοκόμος)
αυτός που ασχολείται συστηματικά με τη μελισσοκομία, μελισσοτρόφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλισσα + -κόμος (< κομῶ), πρβλ. γηρο-κόμος, ιππο-κόμος].