προλάμπω

From LSJ
Revision as of 11:50, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

καὶ ὑποθέμενος κατὰ τῆς κεφαλῆς φέρειν τὰς πληγάς, ὡς ἐν ἐκείνῃ τοῦ τε κακοῦ τοῦ πρὸς ἀνθρώπους → and having instructed them to bring their blows against the head, seeing that the harm to humans ... (Josephus, Antiquities of the Jews 1.50)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλάμπω Medium diacritics: προλάμπω Low diacritics: προλάμπω Capitals: ΠΡΟΛΑΜΠΩ
Transliteration A: prolámpō Transliteration B: prolampō Transliteration C: prolampo Beta Code: prola/mpw

English (LSJ)

   A shine forth, γυμνῷ τῷ κάλλει Chor.p.164 B.; σοφία π. Procop.Gaz.Ep.128.    II trans., cause to shine forth, π. τὸ ἐξ αὐτῶν ἀναγωγὸν φῶς Procl. in Prm.p.472 S.; τὰ ἀγαθά Hierocl. in CA25p.477M.    III illuminate in front, metaph., τὰς προόδους τῆς ὑμῶν ἐξουσίας PMasp.2.1 (vi A.D.).    IV outshine, Gloss.

German (Pape)

[Seite 732] vor- od. vorausleuchten, vor Andern leuchten, Synes.

Greek (Liddell-Scott)

προλάμπω: ἐκπέμπω λάμψιν, ἡμέρα πρ. Συνεσ. Ὕμν. 2. 2· ζωὴ Εὐστ. κλπ.

Greek Monolingual

Α
1. ακτινοβολώ, απαστράπτω
2. (μτβ.) κάνω κάτι να λάμψει, προκαλώ ακτινοβολία
3. ξεπερνώ κάποιον ή κάτι στη λαμπρότητα
4. μτφ. φωτίζω μπροστά σε κάποιον ή σε κάτι («προλάμπειν τὰς προσόδους τῆς ἡμῶν ἐξουσίας», πάπ.).