ἀμαρεύω
From LSJ
τίς δ' οἶδεν εἰ τὸ ζῆν μέν ἐστι κατθανεῖν, τὸ κατθανεῖν δὲ ζῆν κάτω νομίζεται → who knows if life is death, and if in the underworld death is considered life
English (LSJ)
(ἀμάρα)
A flow off, Aristaenet. 1.17.
Greek (Liddell-Scott)
ἀμαρεύω: (ἀμάρα) φέρω τὸ ὕδωρ δι’ ἀμάρας πρὸς ἄρδευσιν, διοχετεύω, ἀρδεύω ἢ ἐκρέω, «ἀνὰ τοὺς κήπους», Ἀρισταίν. 1. 17· «ἀμαρεύων, διοδεύων», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
hacer fluir, canalizar ὕδωρ ἀνὰ τοὺς κήπους Aristaenet.1.17.5, δακρύων ῥοήν Eust.1609.32, cf. Hsch.
Greek Monolingual
ἀμαρεύω (Α)
1. μεταφέρω το νερό με οχετό για άρδευση, αρδεύω
2. αποχετεύω ακάθαρτα νερά με υπόνομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμάρα.
ΠΑΡ. αρχ. ἀμάρευμα.