ἐπιστολάδην

From LSJ
Revision as of 15:14, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιστολάδην Medium diacritics: ἐπιστολάδην Low diacritics: επιστολάδην Capitals: ΕΠΙΣΤΟΛΑΔΗΝ
Transliteration A: epistoládēn Transliteration B: epistoladēn Transliteration C: epistoladin Beta Code: e)pistola/dhn

English (LSJ)

[ᾰ], Adv.

   A girt up, of dress, like ἀνεσταλμένως, Hes. Sc.287.

German (Pape)

[Seite 984] aufgeschürzt, aufgegürtet, χιτῶνας ἔσταλτο Hes. Sc. 287.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιστολάδην: ᾰ, Ἐπίρρ. (ἐπιστέλλω ΙΙ), ἐζωσμένως, κομψῶς, ἐπὶ ἱματισμοῦ, κατὰ τὸν Σχολιαστ. «ἀντὶ τοῦ κοσμίως καὶ ἀνεσταλμένως», Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 287.

French (Bailly abrégé)

adv.
avec la tunique retroussée.
Étymologie: ἐπιστέλλω, -δην.

Greek Monolingual

ἐπιστολάδην (Α)
επίρρ. (για χιτώνα) κομψά («ἐπιστολάδην δέ χιτῶνας ἔσταλτο», Ησίοδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιστολή + επίθημα -δην (πρβλ. βά-δην)].

Greek Monotonic

ἐπιστολάδην: [ᾰ], επίρρ. (ἐπιστέλλω II), συνεσταλμένα, κόσμια, κομψά, λέγεται για ένδυμα, σε Ησίοδ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιστολάδην: (ᾰ) adv. подобрав, подпоясавши Hes.

Middle Liddell

ἐπιστέλλω II]
girt up, neatly, of dress, Hes.