ἑρμηνευτικός
εἰ ἀποκρυπτόντων τῶν Μήδων τὸν ἥλιον ὑπὸ σκιῇ ἔσοιτο πρὸς αὐτοὺς ἡ μάχη καὶ οὐκ ἐν ἡλίῳ → if the Medes hid the sun, the battle would be to them in the shade and not in the sun
English (LSJ)
ή, όν,
A of or for interpreting: ἡ -κή (sc. τέχνη) Pl.Plt.260d; διάλεκτος ἑ. τινός Id.Def. 414d; λόγος Ph.1.58; ἑ. δύναμις power of expression, gift of style, Luc.Hist. Conscr.34, Theod.(?)ap.Nicol.Prog.p.2F.
German (Pape)
[Seite 1032] zum Auslegen, Erklären gehörig, geschickt, ἡ ἑρμηνευτική, sc. τέχνη, die Auslegekunst, Plat. Polit. 260 d;, δύναμις Luc. hist. conscr. 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόδιος εἰς ἑρμηνείαν· ἡ ἐρμηνευτικὴ (δηλ. τέχνη) Πλάτ. Πολιτικ. 260D. ἑρμ. δύναμις Λουκ. πῶς δεῖ Ἱστ. Συγγρ. 34.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
qui concerne l’interprétation.
Étymologie: ἑρμηνεύω.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἑρμηνευτικός, -ή, -όν)
ερμηνευτής
1. αυτός που ερμηνεύει ο αρμόδιος για ερμηνεία («ερμηνευτικά σχόλια»)
2. φρ. «ερμηνευτική δύναμη» — η δύναμη εκφράσεως, το δώρο, το τάλαντο του ύφους
3. το θηλ. ως ουσ. ερμηνευτική
ένας από τους κλάδους της φιλολογικής επιστήμης που ασχολείται με την ερμηνεία τών φιλολογικών κειμένων.
επίρρ...
ερμηνευτικώς και -ά
με ερμηνεία, διασαφητικά.
Greek Monotonic
ἑρμηνευτικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή είναι αρμόδιος προς ερμηνεία, εξηγητικός, διερμηνευτικός, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἑρμηνευτικός: истолковывающий, разъясняющий (δύναμις Luc.; τὸ τῶν δαιμονων γένος Plat. ap. Plut.).
Middle Liddell
ἑρμηνευτικός, ή, όν
of or for interpreting, Luc. [from ἑρμηνεύω