ψυχοτακής

From LSJ
Revision as of 15:25, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψῡχοτᾰκής Medium diacritics: ψυχοτακής Low diacritics: ψυχοτακής Capitals: ΨΥΧΟΤΑΚΗΣ
Transliteration A: psychotakḗs Transliteration B: psychotakēs Transliteration C: psychotakis Beta Code: yuxotakh/s

English (LSJ)

ές,

   A melting the soul or heart, στόματος πρόθυρα (i. e. χείλη) AP5.55 (Diosc.); δάκρυα APl.4.198 (Maec.).

German (Pape)

[Seite 1404] ές, die Seele schmelzend, oder worin die Seele schmilzt, sich ergießt; δάκρυα Qu. Maec. 9 (Plan. 198); χείλη Sosipat. 3 (V, 56).

Greek (Liddell-Scott)

ψῡχοτᾰκής: -ές, ὁ τήκων τὴν ψυχὴν ἢ τὴν καρδίαν, χείλη, δάκρυα Ἀνθ. Παλατ. 5. 56, Πλαν. 198.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
1 qui consume l’âme;
2 qui assigne les âmes à comparaître.
Étymologie: ψυχή, τήκω.

Greek Monolingual

-ές, Α
αυτός που λειώνει την ψυχή ή την καρδιά («ψυχοτακῆ δάκρυα», ΑΠλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψυχή + -τακῄς (< θ. τᾰκ-, πρβλ. ἔτακον, αόρ. β' του τήκω «λειώνω»), πρβλ. σαρκο-τακής].

Greek Monotonic

ψῡχοτᾰκής: -ές (τήκω), αυτός που λιώνει την ψυχή, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ψῡχοτᾰκής: τήκω изводящий душу, томящий (χείλη ῥοδόχροα Anth.).

Middle Liddell

ψῡχο-τᾰκής, ές τήκω
melting the soul, Anth.