ὑπέρδικος

From LSJ
Revision as of 15:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

πᾶσά τε ἐπιστήμη χωριζομένη δικαιοσύνης καὶ τῆς ἄλλης ἀρετῆς πανουργία, οὐ σοφία φαίνεται → every knowledge, when separated from justice and the other virtues, ought to be called cunning rather than wisdom | every form of knowledge when sundered from justice and the rest of virtue is seen to be plain roguery rather than wisdom

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπέρδῐκος Medium diacritics: ὑπέρδικος Low diacritics: υπέρδικος Capitals: ΥΠΕΡΔΙΚΟΣ
Transliteration A: hypérdikos Transliteration B: hyperdikos Transliteration C: yperdikos Beta Code: u(pe/rdikos

English (LSJ)

ον,

   A more than just, severely just, Νέμεσις Pi.P.10.44; of things, κἂν ὑπέρδικ' ᾖ though they be never so just, S.Aj.1119. Adv. -κως A.Ag.1396.    II pleading for another, Sch.Pl.Phd.86e.

German (Pape)

[Seite 1194] 1) überaus gerecht; adv., Aesch. Ag. 1369; Soph. Ai. 1098. – 2) über das Recht waltend, es vertheidigend, beschützend; Νέμεσις, Pind. P. 10, 44; ὁ ὑπέρδικος, der Rechtsbeistand.

Greek (Liddell-Scott)

ὑπέρδῐκος: -ον, ὁ ὑπερβολικῶς δίκαιος, ὁ σφόδρα αὐστηρός, φυγόντες ὑπέρδικον νέμεσιν Πινδ. Π. 10. 68. ― Κατὰ Φώτ.· «ὑπέρδικον: τὸν ἀκροδίκαιον καὶ σφόδρα δίκαιον»· ― ἐπὶ πραγμάτων, τὰ σκληρὰ γάρ τοι, κἂν ὑπέρδικ’ ᾖ, δάκνει, διότι οἱ σκληροὶ λόγοι, ὅσον δίκαιοι καὶ ἂν ὦσι, πειράζουσι, Σοφ. Αἴ. 1119. ― Ἐπίρρ. -κως, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1396. ΙΙ. ὁ συνηγορῶν ὑπέρ τινος, Σχόλ. εἰς Πλάτ. Φαίδ. 86Β. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπέρδικοι· συνήγοροι οἱ τὸ δίκαιον ὑπερβαίνοντες».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait juste.
Étymologie: ὑπέρ, δίκη.

English (Slater)

ὑπέρδῐκος, -ον
   1 severely just φυγόντες ὑπέρδικον Νέμεσιν (sc. Ὑπερβόρεοι: “höchst gerecht,” Hirzel, Agraphos Nomos, 57̆{2}: “für das Recht eintretend,” Fränkel, D &P, 562̆{15}) (P. 10.44)

Greek Monolingual

-ον, Α
1. περισσότερο από δίκαιος, πολύ αυστηρός
2. συνήγορος κάποιου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + -δικος (< δίκη), πρβλ. κατά-δικος].

Greek Monotonic

ὑπέρδῐκος: -ον (δίκη), υπερβολικά δίκαιος, υπερβολικά αυστηρός, σε Πίνδ.· κἂν ὑπέρδικ' ᾖ, όσο δίκαιοι κι αν είναι, σε Σοφ.· επίρρ. -κως, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ὑπέρδῐκος:
1) в высшей степени справедливый: τὰ σκληρά, κἂν ὑπέρδικ᾽ ᾖ, δάκνει Soph. жестокие слова, как бы они справедливы ни были, причиняют боль;
2) охраняющий справедливость, т. е. несущий справедливое возмездие (Νέμεσις Pind.).

Middle Liddell

ὑπέρ-δῐκος, ον, δίκη
more than just, severely just, Pind.; κἂν ὑπέρδικ' ᾖ be they never so just, Soph.; adv. -κως, Aesch.