ὑστερικός

From LSJ
Revision as of 15:46, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑστερικός Medium diacritics: ὑστερικός Low diacritics: υστερικός Capitals: ΥΣΤΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hysterikós Transliteration B: hysterikos Transliteration C: ysterikos Beta Code: u(steriko/s

English (LSJ)

ή, όν, (ὑστέρα) of women,

   A suffering in the womb, hysterical, Hp.Prorrh.1.119, Arist.GA776a10; ὑ. πνίξ passio hysterica, hysterics, Sor.2.26. Gal.11.47; also in pl., Id.14.181; so τὰ ὑστερικά (sc. πάθη) Hp.Aph.5.35. Adv. -κῶς, πνιγόμεναι Dsc.2.8.    2 of or belonging to the womb, σκληρύσματα Hp.Coac.517; ὑμένες, πόρος, Arist.GA717a5, 720b31; σπερμάτια remedial for the womb, Hp.Mul. 1.45.    II ἐν ὑ. τόπῳ dub. sens. in PLond.3.755v.7 (iv A. D.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑστερικός: -ή, -όν, (ὑστέρα) ἐπὶ γυναικὸς πασχούσης κατὰ τὴν μήτραν, Ἱππ. Προρρ. 77, πρβλ. Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 4. 7, 6· ― πνῖγας ὑστερικὰς Γαλην. τ. 14, σ. 181, 16, Kühn.· οὕτω, τὰ ὑστερικὰ (ἐξυπακ. πάθη) Ἱππ. Ἀφορ. 1254. ― Ἐπίρρ., -κῶς Διοσκ. 2. 10. 2) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν μήτραν, μητρικός, Ἱππ. Κωακ. Προγν. 204· ὑμήν, πόρος Ἀριστ. περὶ Ζῴων Γεν. 1. 3, 6., 15. 3.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ὑστερικός, -ή, -όν, ΝΑ, θηλ. και υστερικιά Ν
νεοελλ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υστερία («υστερική κρίση»)
2. (για πρόσ.) αυτός που πάσχει από υστερία
αρχ.
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη μήτρα («ὑστερικὸς ὑμήν», Αριστοτ.)
2. (για γυναίκα) αυτός που πάσχει στη μήτρα, που υποφέρει από πόνους της μήτρας («μόνον ὑστερικόν ἐστι γυνὴ τῶν ἄλλων ζῴων», Αριστοτ.)
3. (το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ ὑστερικά
οι πόνοι της μήτρας.
επίρρ...
υστερικώς / ὑστερικῶς ΝΑ, και υστερικά Ν
κατά τρόπο υστερικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑστέρα «μήτρα». Για την επιστημον. σημ. της λ. βλ. λ. υστερία].

Russian (Dvoretsky)

ὑστερικός: ὑστέρα II]
1) маточный (πύρος Arst.);
2) подверженный маточным заболеваниям (γυνή Arst.).