τρικάρηνος

From LSJ
Revision as of 16:00, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐκάρηνος Medium diacritics: τρικάρηνος Low diacritics: τρικάρηνος Capitals: ΤΡΙΚΑΡΗΝΟΣ
Transliteration A: trikárēnos Transliteration B: trikarēnos Transliteration C: trikarinos Beta Code: trika/rhnos

English (LSJ)

[ᾰ], Dor. τρῐ-κάρᾱνος, ον, poet. for τρικέφαλος,

   A three-headed, Πτωΐου κευθμών Pi.Fr.101 (codd. Str., -καράνου Bgk.), cf. Coluth.14, etc.; τ. ὄφις Hdt.9.81.

Greek (Liddell-Scott)

τρῐκάρηνος: [ᾱ], -ον, ποιητ. ἀντὶ τρικέφαλος, ὁ ἔχων τρεῖς κεφαλάς, Γηρυονεὺς Ἡσ. Θ. 287 Πτώϊον Πινδ. Ἀποσπ. 70, κλπ.· ὡσαύτως παρ’ Ἡροδ., τρ. ὄφις 9. 81.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à trois têtes.
Étymologie: τρεῖς, κάρηνον.

Greek Monolingual

και δωρ. τ. τρικάρανος, -ον, Α
αυτός που έχει τρεις κεφαλές ή κορυφές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + -κάρηνος (< κάρηνον «κεφάλι»), πρβλ. δı-κάρηνος].

Greek Monotonic

τρῐκάρηνος: [ᾰ], -ον (κάρηνον), αυτός που έχει τρία κεφάλια, σε Ησίοδ., Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

τρῐκάρηνος: дор. τρικάρᾱνος 2 трехглавый (Γηρουνεύς Hes.; ὄφις Her.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρικάρηνος -ον [τρι -, κάρηνον] driehoofdig, met drie koppen.

Middle Liddell

τρῐ-κά˘ρηνος, ον, κάρηνον
three-headed, Hes., Hdt.