ἐπίσφαιρα
Θεῶν ὄνειδος τοὺς κακοὺς εὐδαιμονεῖν → Crimen deorum est improbi felicitas → Ein Vorwurf an die Götter ist der Schurken Glück
English (LSJ)
ων, τά,
A boxing-gloves used in the σφαιρομαχία, to deaden the blows, Plu.2.825e ; so μάχαιραι μετ' ἐπισφαίρων swords tipped with buttons, like foils, Plb.10.20.3.
German (Pape)
[Seite 987] τά, lederner Ueberzug der Kampfballen bei der σφαιρομαχία, um beim Stoßen gefährliche Verletzungen zu verhüten, τῶν ἐν ταῖς παλαίστραις διαμαχομένων ἐπισφαίροις ἐπιδέουσι τὰς χεῖρας Plut. reip. ger. praec. extr.; auch bei Stoßdegen, μαχαιρομαχεῖν ξυλίναις ἐσκυτωμέναις μετ' ἐπισφαίρων μαχαίραις, mit ledernen Knöpfen, Pol. 10, 20, 3.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίσφαιρα: -ων, τά, κατὰ Πλούταρχον εἶδος δερματίνων ἱμάντων δι᾿ ὧν περιέδεον τὰς χεῖρας οἱ διαμαχόμενοι ἐν ταῖς παλαίστραις, «ὅπως εἰς ἀνήκεστον ἡ ἅμιλλα μηθὲν ἐκπίπτῃ μαλακὴν ἔχουσα τὴν πληγὴν καὶ ἄλυπον» Πλούτ. 2. 825C: ‒ οὕτω, μάχαιραι μετ᾿ ἐπισφαίρων, ξίφη φέροντα κομβία ἐπὶ τῆς αἰχμῆς, ὡς νῦν τὰ τῶν ἐξασκουμένων εἰς τὴν ξιφομαχίαν, Πολύβ. 10. 20, 3· ‒ ὑποκορ. ἐπισφαίριον, τό, ἐπισφαίριον ῥινὸς Γαλην. τ. 18, μέρος 1, 805, 10.
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
sorte de gant de cuir pour la lutte.
Étymologie: ἐπί, σφαῖρα.
Greek Monolingual
ἐπίσφαιρα, τὰ (Α)
1. δερμάτινα περικαλύμματα τών χεριών που έφεραν οι πυγμάχοι αθλητές, όπως τα σημερινά γάντια πυγμαχίας, για να αμβλύνουν τα πλήγματα
2. τα δερμάτινα σφαιροειδή περικαλύμματα της αιχμής ξύλινων μαχαιριών ή ξιφών, όπως τα σημερινά προστατευτικά σφαιρίδια στα ξίφη τών ξιφομάχων («μαχαιρομαχεῑν ξυλίναις ἐσκυτωμέναις μετ’ ἐπισφαίρων μαχαίραις», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + σφαίρα «σιδερένια σφαίρα» (που χρησιμοποιούσαν οι πυγμάχοι)].
Russian (Dvoretsky)
ἐπίσφαιρα: τά эписферы
1) кожаные рукавицы для борцов Plut.;
2) кожаные наконечники для мечей: μάχαιραι μετ᾽ ἐπισφαίρων Polyb.