κωνικός

From LSJ
Revision as of 18:40, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κωνικός Medium diacritics: κωνικός Low diacritics: κωνικός Capitals: ΚΩΝΙΚΟΣ
Transliteration A: kōnikós Transliteration B: kōnikos Transliteration C: konikos Beta Code: kwniko/s

English (LSJ)

ή, όν, (κῶνος)

   A cone-shaped, conical, Epicur.Nat.14.5, Plu.2.410d; esp. in Math., κ. ἐπιφάνεια, γραμμαί, τομαί, Archim.Sph. Cyl.1.9, al., Papp.672.10, 662.15; κωνικά, τά, Conic Sections, title of work by Apollonius Pergaeus, cf. Archim.Con.Sph.3; κ. στοιχεῖα Id.Quadr.3; κ. ὅροι Papp.922.17; κ. προβλήματα Apollon.Perg.Con. 1 Praef.

German (Pape)

[Seite 1546] kegelförmig, konisch, Plut. de def. orac. 3 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κωνικός: -ή, -όν, (κῶνος) ἔχων σχῆμα κώνου, κωνικός, Πλούτ. 2. 410Ε· κ. τομαὶ Ἀνθεμ. Ἀποσπ. σ. 157. 8.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
conique.
Étymologie: κῶνος.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α κωνικός, -ή, -όν) κώνος
1. αυτός που έχει σχήμα κώνου
2. αυτός που ανήκει στο γεωμετρικό σχήμα κώνος («κωνική τομή» — καμπύλη που σχηματίζεται από την τομή ενός επιπέδου και ενός ορθού κυκλικού κώνου).
επίρρ...
κωνικώς και -ά
με σχήμα κώνου.

Russian (Dvoretsky)

κωνικός: конический (σκιά Plut.).