ἀνδροφθόρος

From LSJ
Revision as of 18:45, 1 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1-$2, $3")

Πολλῶν ὁ καιρὸς γίγνεται διδάσκαλος → Rebus magistra plurimis occasio → Zum Lehrer wird für viele die Gelegenheit

Menander, Monostichoi, 449
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνδροφθόρος Medium diacritics: ἀνδροφθόρος Low diacritics: ανδροφθόρος Capitals: ΑΝΔΡΟΦΘΟΡΟΣ
Transliteration A: androphthóros Transliteration B: androphthoros Transliteration C: androfthoros Beta Code: a)ndrofqo/ros

English (LSJ)

ον,

   A man-destroying, murderous, μοῖρα Pi.Fr.177; εχιδνα S.Ph.266.    II proparox., ἀνδρόφθορον αῖμα the blood of a slain man, Id.Ant.1022.

German (Pape)

[Seite 219] Männer verderbend, tödtend, μοῖρα Pind. frg. 164; ἔχιδνα Soph. Phil. 266; – aber ἀνδρόφθορον αἷμα, das Blut des Gemordeten, Ant. 1009 (vgl. τραγόκτονον αἷμα), obwohl Andere auch hier »Männer verderbend« übersetzen, da durch die Besudelung der Altäre mit diesem Blute Verderben über die Stadt kam.

Greek (Liddell-Scott)

ἀνδροφθόρος: -ον, (φθείρω) ὁ φθορὰν τοῖς ἀνδράσι προξενῶν, φονικός, μοῖρα Πινδ. Ἀποσπ. 164· ἔχιδνα Ζοφ. Φ. 266. ΙΙ. προπαροξ. ἀνδρόφθορον αἷμα, = ἀνδρὸς ἐφθαρμένου αἷμα, δηλ. φονευθέντος, ὁ αὐτ. Ἀντ. 1022· πρβλ. τραγόκτονος.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
funeste aux hommes.
Étymologie: ἀνήρ, φθείρω.

English (Slater)

ἀνδροφθόρος
   1 man destroying ]ἀνδροφθόρον fr. 177b.

Spanish (DGE)

-ον
destructor de hombres μοῖρα Pi.Fr.177b, ἔχιδνα S.Ph.266.

Greek Monolingual

ἀνδροφθόρος, -ον (Α)
1. φονικός
2. (προπαροξ.-φρ.) «ἀνδρόφθορον αἷμα» — αίμα σκοτωμένου.

Greek Monotonic

ἀνδροφθόρος: -ον (φθείρω),
I. αυτός που καταστρέφει άνδρες, φονικός, καταστροφικός, σε Σοφ.
II. προπαροξ., ἀνδρόφθορον αἷμα, το αίμα σφαγιασμένου άνδρα, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀνδροφθόρος: губящий людей, смертоносный (μοῖρα Pind.; ἔχιδνα Soph.).

Middle Liddell

φθείρω [cf. ἀνδρόφθορος
I. man-destroying, murderous, Soph.