χρησμῳδός
τῶν λεγομένων τά μέν κατά συμπλοκήν λέγεται, τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς → forms of speech are either simple or composite (Aristotle, Categoriae 1a16-17)
English (LSJ)
όν, (ᾠδή) prop.
A chanting oracles, or delivering them in verse; then, generally, prophesying, prophetic, χ. παρθένος, of the Sphinx, S.OT1200 (lyr.); epith. of Apollo, Epigr.Gr.1023.2 (Nubia). 2 oracular, φάτις S.Fr.573. II as Subst., soothsayer, oracle-monger, Pl.Ap.22c, Ion534d, al.
German (Pape)
[Seite 1375] Orakel singend, Orakel in Versen u. mit Gesang ertheilend; von der Sphinx gesagt Soph. O. R. 1199; übh. weissagend, prophezeihend; ὁ χρησμῳδός, der Wahrsager, Prophet; καὶ θεομάντεις Plat. Apol. 22 c; Ion 534 c.
Greek (Liddell-Scott)
χρησμῳδός: -όν, (ᾠδὴ) κυρίως ᾄδων χρησμοὺς ἢ διδοὺς χρησμοὺς ἐν στίχοις· ἀκολούθως καθόλου, ὁ προφητεύων, προφητικός, χρ. παρθένος, ἐπὶ τῆς Σφιγγός, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1199· ὡς ἐπίθ. τοῦ Ἀπόλλωνος, Συλλ. Ἐπιγρ. 5039. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., χρησμολόγος, γόης, Πλάτ. Ἀπολ. 22C, Ἴων 534C, κ. ἀλλ.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui rend litt. qui chante des oracles ; ὁ χρησμῳδός devin, prophète.
Étymologie: χρησμός, ᾄδω.
Spanish
Greek Monolingual
ο / χρησμῳδός, -όν, ΝΜΑ
αυτός που διατυπώνει χρησμούς με τη μορφή τραγουδιού
νεοελλ.
αυτός που ασχολείται με την ερμηνεία χρησμών
αρχ.
1. (ως προσωνυμία της Σφίγγας και του Απόλλωνος) προφητικός
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ χρησμῳδός
μάντης, προφήτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρησμός + ῳδός (< ἀοιδός / ᾠδός), πρβλ. ὑμν-ῳδός].
Russian (Dvoretsky)
χρησμῳδός: II ὁ прорицатель Plat.
пророческий, вещий (παρθένος Soph.).
Middle Liddell
χρησμ-ῳδός, όν [ᾠδή]
I. chanting oracles, or delivering them in verse; generally prophesying, prophetic, χρ. παρθένος, of the Sphinx, Soph.
II. as Subst. a soothsayer, oracle-monger, Plat.