δούλωσις
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
εως, ἡ,
A enslavement, Th.3.10, Plu.Publ.21, D.C.53.7. 2 constraint, opp. τρυφή, Pl. Lg.791d.
German (Pape)
[Seite 662] ἡ, die Unterjochung, Thuc. 3, 10 Plat. Legg. VII, 791 d u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
δούλωσις: ἡ, ὑποδούλωσις, καθυπόταξις, Θουκ. 3.10, Πλάτ. Νόμ. 791D.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
asservissement.
Étymologie: δουλόω.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 hecho de esclavizar, esclavitud, sometimiento Th.1.141, οὔτε γὰρ τὰ βάρβαρα καὶ πρόσοικα γένη τὴν δούλωσιν ἔφερε Plu.Alex.11, cf. I.AI 19.57, πόλεμον ἐπιφερόμενον εἰς καταστροφὴν καὶ δούλωσιν Iambl.Protr.20, c. gen. obj. τῶν ξυμμάχων Th.3.10, ἡ τῶν Ἑλλήνων δ. Themist.Ep.16, ἐπὶ δουλώσει καὶ ἀρχῇ τῶν τῇδε ἀνθρώπων D.H.1.41.2, τῆς πατρίδος Plu.Publ.21, Παννονίας D.C.53.7.1, cf. Procop.Goth.4.19.21, Thdt.M.81.1109C
•fig. φάρμακον τῷ Γαΐῳ δοῦσαν ἐννοιῶν δούλωσιν habiéndole dado a Gayo (su mujer) una droga para someter sus pensamientos I.AI 19.193.
2 servicio, disciplina op. τρυφή Pl.Lg.791d.
Greek Monotonic
δούλωσις: ἡ, υποδούλωση, υποταγή, καθυπόταξη, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
δούλωσις: εως ἡ порабощение Thuc., Plat., Plut.
Middle Liddell
δούλωσις, ιος [from δουλόω n
enslaving, subjugation, Thuc.