ἐπίχαλκος

From LSJ
Revision as of 15:10, 4 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (CSV import)

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπίχαλκος Medium diacritics: ἐπίχαλκος Low diacritics: επίχαλκος Capitals: ΕΠΙΧΑΛΚΟΣ
Transliteration A: epíchalkos Transliteration B: epichalkos Transliteration C: epichalkos Beta Code: e)pi/xalkos

English (LSJ)

ον,

   A covered with copper or brass, brazen, ἀσπίς Hdt.4.200, Ar.V.18; στόμα, of a flute-player, Alc.Com.20 ; ἐπίχαλκος (sc. ἀσπίς), ἡ, Amips. 17.

German (Pape)

[Seite 1002] mit Erz, Kupfer überzogen, ἀσπίς Her. 4, 200; Arist. Vesp. 18; vgl. Poll. 10, 144.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπίχαλκος: -ον, κεκαλυμμένος διὰ χαλκοῦ, χάλκινος, ἀσπὶς Ἡρόδ. 4. 200, Ἀριστοφ. Σφ. 18· ἐπίχαλκος (ἐξυπ. ἀσπίς), ἡ, τὸ μὲν δόρυ μετὰ τῆς ἐπιχάλκου πρὸς Πλαταιαῖς ἀπέβαλεν Ἀμειψίας ἐν «Σφενδόνῃ» 3. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «ἐπίχαλκος ἀσπίς· ἔχει γὰρ χαλκῆν τὴν ἐπιβολήν»· ― ἐπίχαλκον, τό, καθ’ Ἡσύχ.: «τὸ στόμα τῶν αὐλῶν, διὰ τὴν φορβειάν, οἱονεὶ ἐπιστομίδα».

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
garni ou couvert d’airain ou de cuivre.
Étymologie: ἐπί, χαλκός.

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἐπίχαλκος, -ον)
επενδεδυμένος, επιστρωμένος με χαλκό ή με ορείχαλκο (α. «επίχαλκο σκεύος» β. «ἐπίχαλκος ἀσπίς»)
αρχ.
1. το θηλ. ως ουσ.ἐπίχαλκος
η ασπίδα
2. φρ. «ἐπίχαλκον στόμα» — ο αυλητής.

Greek Monotonic

ἐπίχαλκος: -ον, καλυμμένος με χαλκό ή μπρούντζο σε Ηρόδ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἐπίχαλκος: окованный (обитый, отделанный) медью или бронзой (ἀσπίς Her., Arph.; πέλτη Arst.).

Middle Liddell

ἐπί-χαλκος, ον
covered with copper or brass, Hdt., Ar.

English (Woodhouse)

overlaid with brass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)