νηπιάζω

From LSJ
Revision as of 12:50, 5 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+), ([\w]+)<\/b>" to "$1, $2")

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νηπῐάζω Medium diacritics: νηπιάζω Low diacritics: νηπιάζω Capitals: ΝΗΠΙΑΖΩ
Transliteration A: nēpiázō Transliteration B: nēpiazō Transliteration C: nipiazo Beta Code: nhpia/zw

English (LSJ)

   A to be as a babe, childish, Erinn.in PSI9.1090.55 + 15 (p.xii), Hp.Ep.17, 1 Ep.Cor.14.20, Porph.Gaur.12.4.

Greek (Liddell-Scott)

νηπιάζω: τῷ ἑπομ., Ἱππ. Ἐπιστ. 1281. 52· - νηπιάζομαι, «νηπιάζεται· μωραίνεται» Ἡσύχ.

English (Strong)

from νήπιος; to act as a babe, i.e. (figuratively) innocently: be a child.

English (Thayer)

(cf. Winer's Grammar, 92 (87)); (νήπιος, which see); to be a babe (infant): Hippocrates; ecclesiastical writings.)

Greek Monolingual

(ΑΜ νηπιάζω) νήπιος
1. σκέπτομαι ή ενεργώ σαν να είμαι νήπιο, δηλ. με παιδιάστικο ή ανόητο τρόπο, παιδιαρίζω, ανοηταίνω, μωραίνομαι
2. έχω την απλότητα, την αθωότητα νηπίου, μικρού παιδιού
αρχ.
1. (για τον Χριστό) εμφανίζομαι ως νήπιο («θεὸς νηπιάσας ἐπέφανεν», Αμφιλόχ.)
2. (για χριστιανό) εισέρχομαι για πρώτη φορά στους κόλπους της χριστιανικής Εκκλησίας και πνευματικότητας.

Russian (Dvoretsky)

νηπιάζω: быть как дети, уподобляться младенцам NT.

Chinese

原文音譯:nhpi£zw 尼披阿索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:(反-說)
字義溯源:言行如嬰孩,作嬰孩,嬰孩;源自(νήπιος)=不能說話的),由(νή)X*=不)與(ἔπος)=話語)組成,而 (ἔπος)出自(λέγω)*=講)。參讀 (νήπιος)同源字參讀 (βρέφος)同義字
出現次數:總共(1);林前(1)
譯字彙編
1) 嬰孩(1) 林前14:20