κράκτης

From LSJ
Revision as of 20:32, 7 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Πολυδ." to "Πολυδ.")

Ubi idem et maximus et honestissimus amor est, aliquando praestat morte jungi, quam vita distrahi → Where indeed the greatest and most honourable love exists, it is much better to be joined by death, than separated by life.

Valerius Maximus, De Factis Dictisque
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κράκτης Medium diacritics: κράκτης Low diacritics: κράκτης Capitals: ΚΡΑΚΤΗΣ
Transliteration A: kráktēs Transliteration B: kraktēs Transliteration C: kraktis Beta Code: kra/kths

English (LSJ)

ὁ, later form for κεκράκτης, Adam.2.24, Tz.H.8.438.

Greek (Liddell-Scott)

κράκτης: ὁ, ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ κεκράκτης ἐν Πολυδ. Ε΄, 90, Πλούτ. 2. 804C· ἴσως δὲ καὶ παρὰ Πολέμωνι ἐν Φυσιογν. 1. 11, Ἀδαμαντ. 2. 17. (Παρὰ Βυζ., ὁ ᾄδειν εἰδώς, ψάλτης, Καντακουζ. 1, 41).

Greek Monolingual

ο (AM κράκτης, Α θηλ. κράκτρια) κράζω
κράχτης
μσν.
1. (στο Βυζάντιο) καθένας από τους αυλικούς υπαλλήλους που έδιναν πρώτοι το σύνθημα επευφημιών του βασιλιά κατά τις επίσημες γιορτές
2. ψάλτης εκκλησίας
αρχ.
κεκράκτης.