θερμοβαφής

From LSJ
Revision as of 08:50, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

διάνοια, ἐὰν ἐρευνᾷς τοὺς ἱεροφαντηθέντας λόγους μὲν θεοῦ, νόμους δὲ ἀνθρώπων θεοφιλῶν, οὐδὲν ταπεινὸν οὐδ᾽ ἀνάξιον τοῦ μεγέθους αὐτῶν ἀναγκασθήσῃ παραδέχεσθαι → if, O my understanding, thou searchest on this wise into the oracles which are both words of God and laws given by men whom God loves, thou shalt not be compelled to admit anything base or unworthy of their dignity

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμοβᾰφής Medium diacritics: θερμοβαφής Low diacritics: θερμοβαφής Capitals: ΘΕΡΜΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: thermobaphḗs Transliteration B: thermobaphēs Transliteration C: thermovafis Beta Code: qermobafh/s

English (LSJ)

ές,

   A dyed hot, opp. ψυχροβαφής, Thphr.Od.22.

German (Pape)

[Seite 1201] ές, warm eingetaucht oder gefärbt, Ggstz ψυχροβαφής, Theophr. de od. 22.

Greek (Liddell-Scott)

θερμοβᾰφής: -ές, ὁ βαφεὶς θερμός, ἀντίθετον τῷ ψυχροβαφὴς, Θεόφρ. π. Ὀσμ. 22.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
trempé dans l’eau chaude.
Étymologie: θερμός, βάπτω.

Greek Monolingual

θερμοβαφής, -ές (Α)
αυτός που βάφτηκε ζεστός, που χρωματίστηκε ζεστός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμ(ο)- + -βαφής (< βαφή), πρβλ. αιμο-βαφής, οινο-βαφής, υγρο-βαφής].

Greek Monotonic

θερμοβᾰφής: -ές, αυτός που βάφτηκε με θερμότητα, αντίθ. προς το ψυχροβαφής, σε Θεόφρ.

Middle Liddell

θερμο-βᾰφής, ές
dyed hot, opp. to ψυχροβαφής, Theophr.