μεταμόρφωσις

From LSJ
Revision as of 09:34, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταμόρφωσις Medium diacritics: μεταμόρφωσις Low diacritics: μεταμόρφωσις Capitals: ΜΕΤΑΜΟΡΦΩΣΙΣ
Transliteration A: metamórphōsis Transliteration B: metamorphōsis Transliteration C: metamorfosis Beta Code: metamo/rfwsis

English (LSJ)

εως, ἡ,

   A transformation, Str.1.2.11 (pl.), Hierocl.p.21 A., Luc.Salt.57, Halc.1 tit., Gal.5.193, App.BC4.42, Ant. Diog.13 (pl.); τούτοις (sc. φυτοῖς) ἐμφύεται ψυχὴ κατὰ τὴν μ. Porph.Abst.1.6; μεταμορφώσεων συναγωγή, title of work by Antoninus Liberalis.

German (Pape)

[Seite 150] ἡ, das Umgestalten, die Verwandlung in eine andere Gestalt, Luc. Halc. 1 de salt. 57.

Greek (Liddell-Scott)

μεταμόρφωσις: ἡ, ἡ μεταβολὴ μορφῆς, ἀλλοίωσις, Λουκ. περὶ Ὀρχ. 57, Ἁλκ. 1. ΙΙ. ἡ μεταμόρφωσις τοῦ Σωτῆρος, Ὠριγέν. Ι, 944Β, κτλ., Εὐσέβ. VI, 840C. 2) ἡ ἑορτὴ τῆς μεταμορφώσεως τοῦ Σωτῆρος θεσπισθεῖσα ὑπὸ Λέοντος τοῦ Σοφοῦ, Ἀναστ. Καισ. 525Β, Κ. Πορφυρ. Ἔκθ. Βασ. Τάξ. 22, 10, Κουροπ. 81, 15, Ὡρολόγ. Αὐγ. 6.

French (Bailly abrégé)

transformation, métamorphose.
Étymologie: μεταμορφόω.

Greek Monotonic

μεταμόρφωσις: ἡ, μετατροπή, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

μεταμόρφωσις: εως ἡ превращение, преображение Luc.

Middle Liddell

μεταμόρφωσις, ιος, ἡ, [from μεταμορφόω
a transformation, Luc.