πυρηνώδης

From LSJ
Revision as of 12:45, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Νόμιζε σαυτῷ τοὺς γονεῖς εἶναι θεούς → Tu tibi parentes alteros credas deos → Bedünke, dass dir deine Eltern Götter sind

Menander, Monostichoi, 379
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρηνώδης Medium diacritics: πυρηνώδης Low diacritics: πυρηνώδης Capitals: ΠΥΡΗΝΩΔΗΣ
Transliteration A: pyrēnṓdēs Transliteration B: pyrēnōdēs Transliteration C: pyrinodis Beta Code: purhnw/dhs

English (LSJ)

ες,

   A like a fruit-stone, σπέρματα Thphr.HP1.11.3, al.; ὀφθαλμοί dub. in Arist.HA568a1.

German (Pape)

[Seite 821] ες, = πυρηνοειδής; καρπός, eine Frucht mit hartem Kerne, Ggstz ἀπύρηνος, Arist. H. A. 6, 13 u. Theophr.

Greek Monolingual

-ες / πυρηνώδης, -ῶδες, ΝΑ πυρήν, -ῆνος]
ο όμοιος με πυρήνα καρπού, πυρηνοείδής
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το πυρηνώδες
βοτ. άλλη ονομασία για το πυρηνοειδές
αρχ.
1. μτφ. (για τα μάτια) άχαρος («πυρηνώδεις οφθαλμοί», Αριστοτ.).

Russian (Dvoretsky)

πῡρηνώδης: косточковый (καρπός Arst.).