ἐννεασύλλαβος

From LSJ
Revision as of 15:55, 8 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b class="b3">(\w+)<\/b>" to "$1")

Ἄξιόν ἐστι τὸ ἀρνίον τὸ ἐσφαγμένον λαβεῖν τὴν δύναμιν καὶ τὸν πλοῦτον καὶ σοφίαν καὶ ἰσχὺν καὶ τιμὴν καὶ δόξαν καὶ εὐλογίαν → Worthy is the Lamb that was slain to receive power, and riches, and wisdom, and strength, and honour, and glory, and blessing

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐννεᾰσύλλᾰβος Medium diacritics: ἐννεασύλλαβος Low diacritics: εννεασύλλαβος Capitals: ΕΝΝΕΑΣΥΛΛΑΒΟΣ
Transliteration A: enneasýllabos Transliteration B: enneasyllabos Transliteration C: enneasyllavos Beta Code: e)nneasu/llabos

English (LSJ)

ον,

   A nine-syllabled, Steph.in Rh.321.16, AP13.19 tit.: -σύλλαβον (sc. μέτρον), τό, Σαπφικόν Heph.10.2.

German (Pape)

[Seite 847] neunsylbig, Gramm.

Greek (Liddell-Scott)

ἐννεασύλλαβος: ἔχων ἐννέα συλλαβάς, δίμετρον δὲ ὑπερκατάληκτον, τὸ καλούμενον Σαπφικὸν ἐννεασύλλαβον Ἡφαιστ. 10, 5.

Spanish (DGE)

-ον
prosod. eneasílabo de un verso sáfico, Heph.10.2, Sch.Pi.O.9 proem., de un glicónico resuelto, Sch.Pi.O.10 proem., κῶλα Steph.in Rh.321.16.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἐννεασύλλαβος, -ον)
1. αυτός που αποτελείται από εννέα συλλαβές
2. το αρσ. ως ουσ. ο εννεασύλλαβος
στίχος που αποτελείται από εννέα συλλαβές
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐννεασύλλαβον (ενν. μέτρον)
το σαπφικό μέτρο (δίμετρο υπερκατάληκτο).

Russian (Dvoretsky)

ἐννεασύλλαβος: грам., стих. девятисложный.