hapless
From LSJ
Ταμιεῖον ἀνθρώποισι σωφροσύνη μόνη → Magnum horreum est hominibus temperantia → Ihr Vorratsschatz ist Menschen Mäßigung allein
English > Greek (Woodhouse)
adjective
P. and V. δυστυχής, δυσδαίμων, ἀτυχής (Eur., Heraclidae 460, but rare V.), Ar. and V. δύσποτμος, δύσμορος (also Antigone but rare P.), V. ἄμοιρος, (also Plato but rare P.), ἄμμορος, ἄνολβος.
unhappy: P. and V. ταλαίπωρος, ἄθλιος, οἰκτρός, Ar. and V. τλήμων, τάλας, σχέτλιος, δύστηνος, V. δάϊος, δυστάλας; see miserable.