ζυγῖτις
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ιδος, fem. of A ζύγιος 11, Nicom. ap. Phot.Bibl.p.144B.
German (Pape)
[Seite 1140] Ἀφροδίτη, = ζυγία, Phot. a. a. O.
Greek (Liddell-Scott)
ζυγῖτις: -ιδος, = ζυγία, Ἀφροδίτη Νικόμ. Γερασ. ἐν τῇ Φων. Βιβλ. 144. 6.
Greek Monolingual
ζυγῑτις, ἡ (Α)
(αντί του ζυγία, θηλ. του επιθ. ζύγιος) (για θεότητες, κυρίως την Ήρα και την Αφροδίτη) αυτή που προστατεύει τον γάμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Θηλ. του ζυγίτης, παράλλ. τ. του ζύγιος.