καλαμευτής

From LSJ
Revision as of 22:20, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Πολλοὺς τρέφειν εἴωθε τἀδικήματα → Multos consuevit alere iniuria et nefas → Gar viele sind's, die Unrechttun zu nähren pflegt

Menander, Monostichoi, 445
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλᾰμευτής Medium diacritics: καλαμευτής Low diacritics: καλαμευτής Capitals: ΚΑΛΑΜΕΥΤΗΣ
Transliteration A: kalameutḗs Transliteration B: kalameutēs Transliteration C: kalameftis Beta Code: kalameuth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ (as if from *καλαμεύω),    A reaper, mower, Theoc.5.111.    II = καλαμεύς, AP6.167 (Agath.), 10.8 (Arch.).

German (Pape)

[Seite 1306] ὁ, 1) der Schnitter, Mäher, Theocr. 5, 111, Schol. θεριστής. – 2) der Angler, Archi. 17 (X, 8) Agath. 28 (VI, 167) u. öfter.

French (Bailly abrégé)

1οῦ (ὁ) :
moissonneur.
Étymologie: καλάμη.
2οῦ (ὁ) :
pêcheur à la ligne.
Étymologie: κάλαμος.

Greek Monolingual

καλαμευτής, ὁ (Α)
1. θεριστής
2. ψαράς που ψαρεύει με καλαμίδι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «θεριστής» η λ. προέρχεται από τον τ. καλάμη, ενώ με τη σημ. «ψαράς» από τη λ. κάλαμος].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμευτής: -οῦ, ὁ,
I. (όπως αν προερχόταν από το *καλαμεύω), θεριστής, σε Θεόκρ.
II. αυτός που ψαρεύει με πετονιά, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμευτής: οῦ ὁ καλάμη жнец Theocr.
οῦ ὁ κάλαμος рыболов-удильщик Anth.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλαμευτής -οῦ, ὁ [καλάμη] maaier:. οὕτω... ἐρεθίζετε τὼς καλαμευτάς zo plagen jullie (krekels) de maaiers Theocr. 5.111.
καλαμευτής -οῦ, ὁ [κάλαμος] hengelaar, visser:. ἐπακταῖος καλαμευτής visser aan het strand AP 7.504.1.

Middle Liddell

κᾰλᾰμευτής, οῦ, [as if from *καλαμεύω]
I. a reaper, mower, Theocr.
II. an angler, Anth.