κανθήλιος

From LSJ
Revision as of 22:55, 10 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τούτων γάρ ἑκάτερον κοινῷ ὀνόματι προσαγορεύεται ζῷον, καί ὁ λόγος δέ τῆς οὐσίας ὁ αὐτός → and these are univocally so named, inasmuch as not only the name, but also the definition, is the same in both cases (Aristotle, Categoriae 1a8-10)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κανθήλιος Medium diacritics: κανθήλιος Low diacritics: κανθήλιος Capitals: ΚΑΝΘΗΛΙΟΣ
Transliteration A: kanthḗlios Transliteration B: kanthēlios Transliteration C: kanthilios Beta Code: kanqh/lios

English (LSJ)

ὁ,    A pack-ass, Ar.Lys.290 (lyr.), Luc.Pseudol.3, POxy. 1733.4 (iii A.D.); ὄνος κ. Hermipp.9, X.Cyr.7.5.11, Pl.Smp.221e, etc.: metaph., ass, blockhead, Lysipp.7, Luc.JTr.31.

German (Pape)

[Seite 1321] ὁ (s. κάνθος), ein großer Lastesel; ὄνος Posidipp. bei Ath. X, 415 b; Plat. Gorg. 299 b Conv. 221 e; Xen. Cyr. 7, 5, 11; ὄνος Ar. Lys. 290; Luc. Pseudol. 3. – Uebertr., ein Dummkopf, βραδὺς νοῆσαι Suid.; vgl. Luc. Iup. trag. 31.

Greek (Liddell-Scott)

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, εἶδος μεγάλου ὄνου χρησίμου πρὸς φόρτωσιν, φορτηγὸς ὄνος, Λατ. cantherius, Ἀριστοφ. Λυσ. 290· ὡς φανερὸς γένοιο κανθήλιος ὤν Λουκ. Ψευδολογιστ. 3· ὄνος κανθήλιος Ἕρμιππος ἐν «Ἀρτοπώλισιν» 5, Ξεν. Κύρ. 7.5, 11, Πλάτ. Συμπ. 221Ε, κτλ.: -μεταφ., ὄνος, βλάξ μωρός, «χονδροκέφαλον γαϊδοῦρι», Λύσιππος ἐν Ἀδήλ. 1, Λουκ. ἐν Διῒ Τραγ. 31.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
1 ὄνος et sans ὄνος, âne qui porte des paniers suspendus au bât;
2 fig. âne bâté, sot, lourdaud.
Étymologie: κάνης, cf. κανθήλια.

Greek Monolingual

κανθήλιος, ὁ (Α) κανθήλιον
1. φορτηγὸς όνος, γαϊδούρι που χρησιμοποιείται για μεταφορές
2. ως επίθ. μτφ. μωρός, βλάκας.

Greek Monotonic

κανθήλιος: ὁ, = κάνθων, είδος μεγάλου γαϊδάρου για τη μεταφορά φορτίων, σε Ξεν., Πλάτ. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

κανθήλιος:
1) (тж. κ. ὄνος Xen., Plat., Luc.) вьючный осел Arph., Plat.;
2) бран. осел, глупец Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κανθήλιος -ου, ὁ [~ κάνθων] pakezel; ook adj.: κ. ὄνος pakezel; overdr. van pers.: φησί... ὑμᾶς... ὄνους κανθηλίους (het orakel) zegt dat jullie domme ezels zijn Luc. 21.31.

Middle Liddell

κανθήλιος, ὁ, = κάνθων,]
a large sort of ass for carrying burdens, a pack-ass, Xen., Plat., etc.

English (Woodhouse)

pack ass

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)