κισσοχαίτης
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
ου, ὁ, A ivy-tressed, i.e. ivycrowned, only in voc., κισσοχαῖτ' (i.e. -χαῖτ[ᾰ]) ἄναξ Pratin.Lyr.1.17, Ecphantid.3 (ridiculed by Cratin.324).
German (Pape)
[Seite 1443] epheugelockt, mit Epheu das Haar umkränzt; Cratin. bei Hephaest. p. 96; Pratin. bei Ath. XIV, 617 f. vom Dionysus.
Greek (Liddell-Scott)
κισσοχαίτης: -ου, ὁ, κισσοστεφής, ἔχων τὴν κόμην, Πρατίν. 1. 19, Ἔκφαντ. ἐν Ἀδήλ. 2· (σκωπτόμενον ὑπὸ Κρατίν. ἐν Ἀδήλ. 52).
Greek Monolingual
κισσοχαίτης και κισσεοχαίτης, ὁ (Α)
κισσοστεφής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κισσός + -χαίτης (< χαίτη), πρβλ. βοτρυο-χαίτης, φυκιο-χαίτης].